- ποκίζω
- και ποκάζω Α [πόκαι]1. κουρεύω2. (ιδίως στο μέσ.) ποκίζομαικουρεύω για δική μου χρήση («τίς τρίχας ἀντ' ἐρίων ἐποκίξατο;», Θεόκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποκιχθέντα — ποκίζω shear wool aor part pass neut nom/voc/acc pl ποκίζω shear wool aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποκίζεται — ποκίζω shear wool pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποκίξατο — ποκίζω shear wool aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποκάζω — Α βλ. ποκίζω … Dictionary of Greek
ποκισμός — ὁ, Α [ποκίζω] το κούρεμα τών προβάτων … Dictionary of Greek
ποκιστί — Α επίρρ. σε δέματα πόκων, δηλ. ερίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποκίζω «κουρεύω» + επιρρμ. κατάλ. –τί (πρβλ. αττικισ τί)] … Dictionary of Greek